Της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ναυπακτίας (Ο.ΣΥ.Ν.) - Κεντρικό Συμβούλιο
Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες το έθνος μας, όλος ο λαός οφείλει να διαλέγεται με το παρελθόν του , να συνομιλεί με την ιστορία του. Διότι έτσι αναβαπτίζει τη μνήμη του, νοιώθει την ευθύνη του ιστορικού του βάρους, βεβαιώνει την ύπαρξή του και κραταιώνει την εθνική του αυτοσυνειδησία.
Αν θέλουμε λοιπόν , για το λόγο αυτό, να ιεραρχήσουμε και να κλιμακώσουμε την ιστορική αξία των εθνικών μας επετείων και μεγαλουργημάτων του έθνους μας, θα τοποθετούσαμε αναντίρρητα την 25η Μαρτίου 1821 στην κορυφή της πυραμίδας των αντικειμενικών αξιών, που παραμένουν άχρονες, άτοπες και αθάνατες. Άλλωστε η λέξη παλιγγενεσία δείχνει τη σημαντική διαφορά της τωρινής σε σχέση με άλλες επετείους. Παλιγγενεσία σημαίνει: πάλιν και γένεσις. Σημαίνει τη γέννηση για δεύτερη φορά. Την αναβίωση και την ανάσταση, την αναδημιουργία και την αρχή μιας νέας ζωής.
Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια το έθνος μας κείτονταν λιπόθυμο. Πώς λοιπόν να μην μιλάμε για παλιγγενεσία και για ανάσταση; Ένα γένος εγείρεται κατά του κραταιού και βάρβαρου Ασιάτη. Ένα έθνος αφυπνίζεται από το λήθαργο της τυραννίας τετρακοσίων ετών. Ένα έθνος χωρίς κρατική υπόσταση ανατρέπει τη ροή των ιστορικών γεγονότων και επανέρχεται από το θάνατο στη ζωή. «…Η εξέγερση του Μοριά το 1821 είναι ο πρώτος κρίκος της τραυματικής περιόδου στην τουρκική ιστοριογραφία…», σύμφωνα με σύγχρονους τούρκους ιστορικούς.
Σαν έπεσε η Πόλη και η Αγιά Σοφιά, δώδεκα και δεκαπέντε γενιές Ελλήνων αλυσοδέθηκαν σ΄ αυτή την άγια γη μας . Γέμισε ο τόπος μας Τουρκιά, στήθηκαν στους τρούλους μισοφέγγαρα. Στο χώμα λίμναζε το δάκρυ και το αίμα. Και κάθε τόσο ξεσηκώνονταν.
Και κάθε τόσο, ξανά: γιαταγάνι, κρεμάλα, φωτιά και θάνατος, που έφραζαν το δρόμο προς τη λευτεριά. Μα ήταν ο σπόρος τέτοιος. Το αίμα δεν τον έπνιγε, τον θέριευε. Και η φωτιά δεν τον έκαιγε, τον καλοζέσταινε στους κόρφους της όσο να δυναμώσει. Και ο θάνατος; Ο θάνατος δεν έχωνε κορμιά στα μνήματα. Καταβολάδες έμπηγε στο καλοποτισμένο χώμα, ρίζες έμπηγε ολοένα και καινούριες, όσο να στεριωθεί το δέντρο το γιγάντιο της λευτεριάς.
Έτσι από το 1453 και έτσι συνέχεια ως το 1821!
«Εικοσιένα» πάει να πει: η ώρα των Ελλήνων. Είναι η ώρα, που οι Έλληνες βλέπουν ύστερα από πίκρες και απογοήτευση αιώνων πως ό,τι είναι να γίνει, μοναχοί τους θα το κάμουν. Δεν περιμένουν πια τίποτα και από πουθενά.
«Είδα, γράφει ο Κολοκοτρώνης, πως ό,τι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί μας και δεν έχουμε ελπίδα από ξένους».
Κι ο Ξάνθος, από τους τρεις πρώτους φιλικούς, σημειώνει:
«Απεφάσισαν να ενεργήσωσι μόνοι των, ότι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπία των ξένων χριστιανών βασιλέων».
Το δρόμο τον είχε ανοίξει κιόλας στα μπουντρούμια των ξένων ο Ρήγας ο Βελεστινλής, οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο, στις θάλασσες τις ελληνικές ο Λάμπρος Κατσώνης. Έτσι, στις 24 Φεβρουαρίου στα 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης βροντοφωνάζει το μεγάλο μήνυμα:
«Άντρες Γραικοί! …Ζήτω η Ελευθερία!» κι αμέσως όλος ο λαός ορκίζεται: Ελευθερία ή Θάνατος.
Από εκείνη την ώρα τα βουνά π΄ ανάστησαν τους θεούς και τους ήρωες, τις μούσες, τις νεράιδες και τους γίγαντες των προγόνων μας, άνοιξαν τα σπήλια και τους λόγγους για να δεχτούν τους ημίθεους του νέου ελληνισμού, τους αρματολούς και τους κλέφτες.
Στα λημέρια τους ανδρώθηκαν τα παλικάρια που δόξασαν το Βαλτέτσι και την Αλαμάνα, τη Γραβιά και τα Δερβενάκια. Στα πέλαγα γιγαντώθηκε η ψυχή των Ψαριανών και των Υδραίων.
Οι πόθοι και τα όνειρα γίνονται τραγούδι που τραγουδιέται απ΄ άκρη σ΄ άκρη της πατρίδας, στέλνει τα μηνύματα και τα συνθήματα. Πυρώνει και ετοιμάζει τις ψυχές για το μεγάλο, το φοβερό λόγο του Ρήγα: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Η κοινή μοίρα του σκλάβου δένει προύχοντες και φτωχούς, κληρικούς και λαϊκούς, ναυτικούς και στεριανούς στην κοινή ελπίδα που όσο γιγαντώνει γίνεται προσταγή του δυναστεμένου λαού, που ορθώθηκε φοβερός κριτής, ζητώντας να πάρει σε μια ώρα, αν ήταν μπορετό, ό,τι πολύτιμο του στέρησαν τετρακόσια ολόκληρα χρόνια.
Η κραυγή: «Λευτεριά ή Θάνατος», δεν ήταν μόνο γιούχα στο χάρο και στο θάνατο. Ήταν και τριγμός στο βάθρο κάθε τυραννίας. Απ΄αυτόν τον αγώνα πρόβαλλε πιο ψηλά το δίκαιο των καταδυναστευόμενων λαών . Στάθηκε αφορμή να αποσύρουν οι μεγάλοι της εποχής την εμπιστοσύνη τους από τον σκληρό και απάνθρωπο Μέτερνιχ, βοηθώντας έτσι αποτελεσματικά να γίνουμε ανεξάρτητο κράτος. Ταυτόχρονα πολλοί ευρωπαϊκοί λαοί βρήκαν την ευκαιρία να κερδίσουν τα καταπατημένα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Όπως όλοι οι αγώνες, έτσι και αυτός δεν πέρασε πάνω από ανθισμένα λιβάδια. Πέρασε μέσα από φρίκη, καπνούς και αποκαΐδια, από πάθη, λάθη και αδερφοσκοτωμούς. Σελίδες με όλα τα χρώματα και τους συμβολισμούς τους συνθέτουν την ιστορία του. Πλάι στα Δερβανάκια, στη Γραβιά και στο Μεσολόγγι, ο Προφήτης Ηλίας της Ύδρας κι ο βράχος της Ακρόπολης …όμως μέσα από τη συμφορά και την οδύνη:
«…Πάνω από μαύρο Γολγοθά των εθνικών παθών,
Άνθισε ο άσπρος κρίνος των Ευαγγελισμών…».
Το κράτος του Μωριά και της Ρούμελης απλώθηκε ως την Κρήτη και τη Ροδόπη. Σε κάποια ιερή ώρα, το χάραμα μιας αυγής το ‘φερε αγνάντια στην Πόλη και στο όνειρο της Ιωνίας, για να ζήσει για μια ακόμη φορά το πάθος ενός εφιάλτη.
Αργότερα οι φλόγες της ιερής εκείνης πάλης έγιναν ο φάρος που οδήγησε το Γένος μας στους δοξασμένους βαλκανικούς πολέμους και τους μεγάλους κατοπινούς ξεσηκωμούς ενάντια στα δικτατορικά καθεστώτα που σημάδεψαν την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας και την οδήγησαν στη Δημοκρατία.
Στη μεγάλη επέτειο της παλιγγενεσίας του έθνους μας δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια, δεν χρειάζεται δημαγωγική ρητορεία, δεν χρειάζεται υψιφωνική πατριδοκαπηλία. Χρειάζεται στοχασμός, εμβάθυνση, επίγνωση, συνειδητή έξαρση. Θετική υπηρεσία δεν είναι τα εγκώμια, αλλά η συνειδητοποίηση του πνεύματος των Αγωνιστών, της ουσίας του μεγαλείου των γεγονότων. Δυστυχώς όμως, η σύγχρονη «Κίρκη» που λέγεται «άνεση», μπόρεσε σε επικίνδυνο βαθμό, να καταστήσει αδιάφορο και ασυγκίνητο τον σημερινό άνθρωπο, μπροστά στα μεγάλα ιδανικά του λαού μας: Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια, Δικαιοσύνη, Παιδεία. Μπροστά σε αυτό το αξιακό σύνολο, το οποίο κατηύθυνε τα βήματα των αγωνιστών του ΄21, εξασφαλίζοντας έτσι στους μεν αγωνιστές προγόνους μας την αιώνια δόξα και τιμή, σε εμάς δε αυτή την ίδια την ύπαρξή μας.
Οι πρόγονοί μας δεν χρειάζονται τα εγκώμιά μας. Χρειάζονται μόνο την αρετή μας κι αυτή μονάχα τους συγκινεί. Οι νέοι, με τη δική μας ευθύνη, των μεγαλυτέρων, πρέπει να γνωρίζουν την ιστορική αλήθεια. Χωρίς παραποιήσεις και ωραιοποιήσεις, για να εμπνέονται από τις πράξεις ηρωισμού και να αποφεύγουν συνειδητά τα ολισθήματα , τα λάθη, έχοντας έτσι τη δύναμη ευθαρσώς να στιγματίζουν τους ανάξιους και προδότες. Τίποτε δεν έχει αξία, ούτε οι παρελάσεις, ούτε οι κωδωνοκρουσίες, ούτε οι σημαιοστολισμοί, αν οι νέοι, αν όλοι μας δεν στρίβουμε με πλήρη συνείδηση το κεφάλι μας προς τη μεγάλη επίσημη όλων των αιώνων, την ΑΡΕΤΗ.
Αυτές τις ώρες της εθνικής περισυλλογής, που δεν είναι μόνο μνημόσυνες, ο ελληνισμός τις χρωστάει σε όσους έδωσαν την ψυχή και το πνεύμα του για το μεγαλείο του, σε όσους φύλαξαν Θερμοπύλες και προτίμησαν «μάλλον τελευτάν ή μη καλώς ζην», για να διασφαλίσουν την επιβίωσή του στις ιερές σκιές εκείνων που με τη θυσία σφράγισαν τη μοίρα μας και εξέφρασαν με έργα την αθάνατη ουσία της ελληνικής ιδέας.
Η αδάμαστη ελληνική ψυχή μεγαλούργησε. Η Ελλάδα μας είναι σήμερα κράτος ελεύθερο, οργανωμένο, ευνομούμενο, πολιτισμένο. Ακολουθεί σταθερά το δρόμο των ιστορικών πεπρωμένων της, βαδίζει στην πρόοδο και στην ευημερία, θέλοντας να διαδραματίσει το δικό της σημαντικό ρόλο ανάμεσα στη χορεία των ελεύθερων κρατών του σημερινού κόσμου. Το Ελληνικό Έθνος αποτίει φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης σε όλους εκείνους που με τους αγώνες, το αίμα και τη θυσία τους, μας χάρισαν το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας.
Η επέτειος των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση είναι ένα καθοριστικό ιστορικό γεγονός γιατί παράλληλα με την αναγνώριση των αγώνων και των θυσιών του λαού μας και της πορείας του τόπου δημιουργεί την ανάγκη ενός έλλογου αναστοχασμού ως προς το μέλλον.