1. Τό Συνέδριο
Τό Σάββατο 1 Ὀκτωβρίου πραγματοποιήθηκε στήν Ναύπακτο τό Β΄Θεολογικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου μέ γενικό τίτλο «Θέματα Ἐκκλησιολογίας».
Μετά τίς εἰσηγήσεις ἐπακολούθησε συζήτηση. Στό Συνέδριο προήδρευσε ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἱερόθεος. Τόν ἐπίλογο ἔκανε ὁ Ἡγούμενος π. Ἐφραίμ.
Χαιρετισμούς ἀπηύθυναν ὁ Βουλευτής Αἰτωλοακαρνανίας κ. Δημήτριος Κωνσταντόπουλος, ὁ Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Δυτικῆς Ἑλλάδος κ. Ἀπόστολος Κατσιφάρας, ἡ Ἀντιπεριφερειάρχης κ. Χριστίνα Σταρακᾶ καί ὁ Δήμαρχος Ναυπακτίας κ. Παναγιώτης Λουκόπουλος.
Παρέστησαν, ὡς ἐκπρόσωποι τῶν Μητροπολιτῶν τους, οἱ Πρωτοσύγκελλοι τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Φωκίδος π. Νεκτάριος, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας π. Ἐπιφάνιος καί Πατρῶν π. Ἀρτέμιος, Ἱερόμοναχοι, Μοναχοί καί Μοναχές, ἐκπρόσωποι φορέων, ἐκπαιδευτικοί καί πλῆθος κόσμου πού γέμισε ἀσφυκτικά τήν αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου, καθ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ Συνεδρίου (9:00-14:00).
Κατά κοινή ὁμολογία τό Συνέδριο εἶχε ἐπιτυχία ὡς πρός τό ἐπίπεδο τῶν εἰσηγήσεων καί τήν ἀνταπόκριση τοῦ κόσμου, καί σύντομα θά δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά του, μαζί μέ τά Πρακτικά τοῦ Α΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου πού εἶχε γίνει τό 2015.
Ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί προσωπικά ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἱερόθεος, προσβλέπει στήν ἐτήσια καθιέρωση τοῦ Θεολογικοῦ αὐτοῦ Συνεδρίου στήν Ναύπακτο.
Τό Συνέδριο κάλυψε ραδιοφωνικά ὁ Ραδιοφωνικός Σταθμός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, μέ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου κ. Σεραφείμ. Τό Ἀρχιερατικό Συλλείτουργο πού τελέσθηκε τήν Κυριακή μετέδωσε σέ ἀπευθείας σύνδεση ὁ τηλεοπτικός σταθμός «Λύχνος» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν, μέ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου. Ἡ «Πεμπτουσία» μαγνητοσκόπησε τό Συνέδριο, τό ὁποῖο πρόκειται νά ἀναρτηθῆ στό Διαδίκτυο.
2. Οἱ χαιρετισμοί τῶν ἐπισήμων
Ἐπίσης ἀναφέρθηκε καί στό θέμα τῆς Παιδείας καί τῶν Θρησκευτικῶν λέγοντας ὅτι συμφωνεῖ μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου ὡς πρός τόν χαρακτήρα πού εἶχε τό μάθημα μέχρι σήμερα καί ὅτι μερικοί θέλουν νά τό στρέψουν «στήν διαθρησκειολογία καί ἰδιαίτερα στόν συγκρητισμό», λέγοντας ὅτι αὐτό δέν πρέπει νά γίνη, προτείνοντας τόν διάλογο στό θέμα αὐτό.
Καί ὁ κ. Βουλευτής κατέληξε: «Εἶμαι σίγουρος ὅτι θά γίνη μία ἐποικοδομητική συζήτηση καί θά ἐξαχθοῦν σημαντικά συμπεράσματα. Σήμερα στήν ἐποχή πού ὅλοι μιλᾶνε περί παντός, χωρίς νά γνωρίζουν τίποτα, αὐτό πού χρειάζεται εἶναι νά μιλοῦν ἐκεῖνοι πού σιωποῦν, ἐπειδή προσεύχονται».
Ἀναφερόμενος δέ στόν Σεβασμιώτατο κ. Ἱερόθεο μίλησε γιά «διπλή τιμή» ἀναφερόμενος στήν σημασία τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου: «Νά συμβάλλης μέ τό μυαλό σου, μέ τήν πένα σου, ἀπό μία μικρή Μητρόπολη γιά νά φτάσης στά πέρατα, αὐτό εἶναι μία δύναμη πνευματική, ἀνώτερη τῶν ἀξιωμάτων καί θά μείνη ἱστορικά». «Ὁ Σεβασμιώτατος ἀγγίζει πολλές πτυχές, δηλαδή δέν εἶναι ἕνας ξύλινος∙ ἀγγίζει πράγματα πού ἐμεῖς δέν τολμοῦμε καί πολλοί ἀπό τόν πνευματικό κόσμο δέν τολμοῦν νά τό κάνουν αὐτό. Ἂς τό κρατήσουμε ἕνα κεφάλαιο δικό μας, πού εἶναι τιμή μας, νά τό στηρίξουμε καί νά τοῦ δώσουμε περισσότερη δύναμη νά γράψη περισσότερα».
«Θέλω νά ἀκούσω καί ἐγώ θεολογική προσέγγιση σέ αὐτά τά καίρια ζητήματα πού ταλανίζουν τήν κοινωνία, σέ αὐτά τά καίρια ζητήματα πού ταλανίζουν τήν Ἑλλάδα, μία Ἑλλάδα τῆς πόλωσης, τῆς μισαλλοδοξίας, μία Ἑλλάδα πού γίνεται χρήση τῆς προπαγάνδας καί τῆς συκοφαντίας προκειμένου νά χρησιμοποιηθῆ ὡς μέσο κυριαρχίας».
Ἀναφερόμενη στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη εἶπε: «Ὁ Μητροπολίτης μας, Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, ἐκτός ἀπό εὐρυμαθῆ, ἐγώ θά τόν χαρακτήριζα καί θρησκευτικό ἡγέτη. Καί τό λέω αὐτό, γιατί συνεργαζόμαστε καί γιατί ἔχω δεῖ τό πῶς λειτουργεῖ. Ἀποφεύγει τίς ἀκρότητες, πράγμα καίριο γιά τήν ἐποχή μας, ἡ ὁποία πραγματικά εἶναι μία ἐποχή πού θριαμβεύει ὁ λαϊκισμός καί οἱ ἰδεοληψίες».
Ὁ κ. Παναγιώτης Λουκόπουλος, Δήμαρχος Ναυπακτίας: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ οἰκονομική κρίση δέν ὀφείλεται σέ λαθεμένες οἰκονομικές ἐπιλογές, ἀλλά σέ σοβαρό ἔλλειμμα ἠθικῶν ἀξιῶν. Αὐτές τίς ἀξίες καλλιεργεῖ καί προβάλλει ἡ Ἐκκλησία, γιατί δέν βλέπει τόν ἄνθρωπο στήν οἰκονομική του διάσταση, ἀλλά «οὐκ ἐπ' ἄρτω ζήσεται μόνο ἄνθρωπος». Γι' αὐτό, λοιπόν, ἔχει τίς δικές του προτεραιότητες καί λύνει μέ τόν τρόπο της τά προβλήματα πού ἔχει ὁ κόσμος. Ἄρα, λοιπόν, πιστεύω καί ἐγώ ὅτι τό Συνέδριο θά εἶναι πάρα πολύ χρήσιμο καί μέ αὐτή τήν ἐκτίμηση εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τήν πρόσκληση καί εὔχομαι καλή ἐπιτυχία».
3. Οἱ περιλήψεις τῶν εἰσηγήσεων
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας χῶρος ἁπλῆς φιλανθρωπίας καί κοινωνικῶν ἐκδηλώσεων, δέν εἶναι ἕνας χῶρος ὅπου ἱκανοποιοῦνται τά συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἕνας εὐλογημένος χῶρος στόν ὁποῖο ἐντάσσεται κανείς μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος. Μέσα στόν χῶρο αὐτόν ἀποκαλύπτονται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τρέφεται ὁ ἄνθρωπος μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέ τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνας χῶρος θεώσεως, δηλαδή μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἁγιασμοῦ καί θεώσεως».
Στήν συνέχεια ἀνέπτυξε τό θέμα του σέ τρεῖς ἑνότητες, ἤτοι: ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως», καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Καθηγούμενος π. Ἐφραίμ, ἀναπτύσσοντας τό θέμα του «Ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν ὡς προϋπόθεση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς», ἀνέφερε εἰσαγωγικά ποιά εἶναι ἡ Φιλοκαλία, ποιοί εἶναι οἱ Ἱεροί Νηπτικοί καί γιατί θεωροῦμε τήν Φιλοκαλία τόση σημαντική, ὥστε νά ἀποτελῆ προϋπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί κατόπιν ἀνέπτυξε αὐτές τίς προϋποθέσεις μέσα ἀπό ἐνδεικτικά κείμενα τῆς Φιλοκαλίας.
Οἱ Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας, εἶπε ὁ π. Ἐφραίμ, θέτουν τίς πραγματικές βάσεις καί προϋποθέσεις γιά τήν εἴσοδό μας στήν Ἐκκλησία, τήν συμμετοχή καί ἀνάπτυξή μας στήν ἐκκλησιαστική ζωή πού εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ προσευχή, ἡ ἄσκηση. Ἀκολουθώντας κάποιος αὐτήν τήν πρακτική σιγά σιγά, χωρίς καί οἱ ἴδιος νά τό συνειδητοποιῆ, μεθηλικιώνεται πνευματικά, φθάνει «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», ὅπου ἐνεργεῖ αὐθεντικά πλέον τό χάρισμα τῆς θεολογίας. Ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ δική του ζωή. Ἡ θεολογία ἐκπηγάζει ἀπό μέσα του ὡς μία φυσική κατάσταση.
Ὁ π. Ἐφραίμ τόνισε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ὀρθοδοξία πρέπει νά ἐναρμονισθοῦν μέ τήν ζωογόνο Πατερική παράδοση, πού εἶναι αὐτή τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν τῆς Φιλοκαλίας, τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰώνα, τῶν Κολλυβάδων τοῦ 18ου αἰώνα, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά μιμηθοῦμε ἐπακριβῶς κατά γράμμα τόν βίο τους, ὅμως μποροῦμε νά πάρουμε τό πνεῦμα τους. Τό πνεῦμα τῶν Πατέρων παραμένει πάντοτε τό ἴδιο. Ἀνάλογα ὅμως μέ τίς κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς οἱ Πατέρες βιώνοντας τήν θεία Χάρη, τήν κοινωνία μέ τόν ζῶντα καί ἀληθινό Θεό, ἐκφράζονται μέ σύγχρονο τρόπο.
Καί ὁ π. Ἐφραίμ συμπέρανε ὅτι ἡ σύγχρονη ἐποχή καί θεολογία δέν χαρακτηρίζεται οὔτε μεταπατερική οὔτε κἂν νεοπατερική. Μία εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ Ὀρθόδοξη Πατερική θεολογία. Πάντοτε ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρχουν Πατέρες, οἱ ὁποῖοι θά ἀποτελοῦν τούς ἀπλανεῖς πνευματικούς ὁδηγούς γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία.
Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Κουτσούρης, μιλώντας μέ θέμα: «Οἱ ἡσυχαστικές Σύνοδοι ὡς ἑρµηνευτικό κλειδί τῆς σύνολης Πατερικῆς Παράδοσης σέ ἀντίθεση µέ τήν σχολαστική θεολογία», εἶπε ὅτι ἡ ἀντίληψη τῆς νεκρώσεως τῆς Θεολογίας, ὃπως ἐκφράστηκε ἀπό πλειάδα δυτικῶν θεολόγων, καταρρέει ἀπέναντι στήν σύγχρονη μελέτη σχετικά μέ τήν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ συνείδηση ὃτι ἡ πατερική ἐποχή δέν τελειώνει στόν ἃγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἀλλά συνεχίζει νά ἐκφράζεται μέσα στήν πάροδο τῶν αἰώνων καί ἰδιαιτέρως στίς συνόδους τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351. Ἡ ἡσυχαστική διαμάχη συνοψίζει καί ἀποκαλύπτει δύο ρεύματα πού ἀπαντῶνται σέ Δύση καί Ἀνατολή. Τοῦ ἀνθρωπισμοῦ τῶν διαφόρων ἀποχρώσεων καί τοῦ Θεανθρωπισμοῦ ὡς βιβλικοπατερικῆς προτάσεως. Τό διάφορο ὑπόβαθρο τῶν δύο ρευμάτων δέν εἶναι πάντοτε εὒκολο νά ἐντοπισθῆ, καθότι ἀμφότερα κινοῦνται στά ἲδια θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά πλαίσια καί φαινομενικά ἐμμένουν στήν ἲδια παράδοση. Ἀπό τήν μιά μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε τόν ἀφηρημένο στοχασμό, τήν θρησκευτικοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν ἠθική βελτίωση τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τήν ἂλλη, πάλι, τήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία, τήν δυνατότητα ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τήν θεοποιό μέθεξη στά πλαίσια τῆς πραγματικῆς θεοφάνειας καί θεογνωσίας.
Τό χάσμα τοῦτο ἐμφανίζεται ἀγεφύρωτο, ὂχι μόνο στό ἐπίπεδο τῶν διατυπώσεων, ἀλλά βασικότερα στήν πράξη καί στήν ἲδια τήν ζωή.Τό χάσμα αὐτό ἐκφράστηκε μέ τόν πιό ἐναργῆ τρόπο στίς προαναφερθεῖσες ἡσυχαστικές συνόδους. Αὐτό, ἐξάλλου, τό ὁποῖο καταδικάστηκε ἦταν: α) ἡ πλατωνική καί νεοπλατωνική φυσιοκρατική καί νοησιαρχική ἀντίληψη τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. β) Ἡ αὐγουστίνειος θεολογία περί τῆς μή διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας καί ἡ μέθεξη τοῦ Θεοῦ μέ κτιστά μέσα. γ) Ἡ ἀριστοτελική θωμιστική ἀντίληψη ταυτίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας καί ἡ δυνατότητα νά δῆ ὁ ἂνθρωπος τήν θεία οὐσία, θεωρώντας τόν Θεό καθαρή ἐνέργεια. δ) Ἡ θωμιστική θεωρία τῆς ἀκτίστου χάριτος ὡς κτιστῆς ἓξεως. ε) Ἡ παραδοσιαρχία πού ἐκφράζει κατ᾽ οὐσίαν μιά λαθεμένη παράδοση πού ἀρνεῖται νά ἐγερθῆ ὑπεράνω τοῦ γράμματος καί νά ἀσχοληθῆ μέ τά πράγματα, τήν ἀλήθεια. στ) Ἡ σχολαστική ἀντίληψη ταυτίσεως τῆς ἀδιαλείπτου μέ τήν νοερά προσευχή. ζ) Ἡ νεοπλατωνική ἀντίληψη τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὡς καταστάσεως ἐκστάσεως τοῦ νοῦ ἀπό τό σῶμα, τήν ὓλη καί τόν χρόνο.
Ὃλα τά παραπάνω φανερώνουν τήν ὓπαρξη κακοδοξιῶν, οἱ ὁποῖες κατέστρεφαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί μείωναν τήν δυνατότητα σωτηρίας καί θεώσεως τοῦ πιστοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό χώριζαν τόν Θεό ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίση. Ὁ π. Δημήτριος τόνισε ὃτι ἡ σημασία καί ἡ ἀξία τῆς κατανοήσεως τοῦ μεγέθους τῶν θεολογικῶν δεδομένων τοῦ ΙΔ´ αἰώνα ἀποτελεῖ γεγονός κομβικῆς σημασίας στήν προσπάθεια προσεγγίσεως καί ἑρμηνείας τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Στήν σημερινή ἐποχή, ὃπου ἡ σχολαστική θεολογική πραγματικότητα βρίσκει νέους τρόπους καί μορφές ἐκφράσεως, ὀφείλουμε νά ἀναζητήσουμε τήν λύση στά κριτήρια καί στίς ἀποφάσεις τῶν ἡσυχαστικῶν συνόδων. Οἱ συνοδικοί τόμοι τῆς περιόδου αὐτῆς ἀποτελοῦν τό ἑρμηνευτικό μας κλειδί ὡς τήν πληρέστερη κατανόηση καί πρόοδο τῆς Μίας ἀλήθειας καί ὡς τήν συλλογή σέ μιά ἑνότητα ὃσων γράφτηκαν σποραδικά ἀπό τούς προγενέστερους θεολόγους Πατέρες.
Ἀντίθετα στήν Δυτική παράδοση τό θέμα τοῦ Πρωτείου τίθεται ὡς ἐπιβολή, ὡς ὑπέρβαση τῆς συνοδικότητος ἀπό τήν ἄποψη τῆς κατισχύσεως τοῦ ἑνός Ἐπισκόπου, τῆς Ρώμης, πάνω σέ ὅλους τούς ἄλλους Ἐπισκόπους. Ἔτσι, γιά τόν δυτικό σημασία ἔχει τί λέει ὁ Πάπας, ὄχι ἡ Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ἐκεῖ μιά παράδοση 1500 χρόνων πού ἑδραίωσε τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα. Γιά τήν δημιουργία αὐτῆς τῆς παράδοσης συνετέλεσαν, μεταξύ ἄλλων, τό πνεῦμα τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου, ἀλλά καί ἐθνικοί λόγοι (ἡ κατάλυση τοῦ δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους). Ἡ Α΄ Βατικανή Σύνοδος ἰσχυροποίησε τό Πρωτεῖο καί πρόσθεσε τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα. Στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἐνῶ ἔγινε μιά προσπάθεια βελτίωσης τῶν πραγμάτων, ἐξαντλήθηκε στό νά λαμβάνεται ὑπόψιν ἡ γνώμη τοῦ Κολλεγίου τῶν Καρδιναλίων, ἐφόσον ὅμως συμφωνοῦν μέ τήν γνώμη τοῦ Πάπα.
Ἡ κ. Μαρίνα Κολοβοπούλου, ἀναπτύσσοντας τό θέμα «Θεολογικές τάσεις καί ἑρμηνεῖες γιά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἐντός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)», ἔκανε μιά συστηματική ἱστορική παρουσίαση τῆς δημιουργίας του, μέ ἀναφορά στίς παγκόσμιες συνθῆκες, στούς παράγοντες, στά αἴτια, στά πρόσωπα πού πρωταγωνίσθηκαν στήν δημιουργία του, καί στούς πιό σημαντικούς σταθμούς στήν διαμόρφωση τοῦ καταστατικοῦ του καί τῶν ἀρχῶν του. Εἶπε ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ ΠΣΕ εἶναι παράλληλη καί ἔχει τήν ἴδια αἰτιολογία μέ τήν ἵδρυση τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν. Μίλησε γιά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, γιά τήν μορφή του, γιά τίς συζητήσεις γιά τήν «ἐκκλησιολογία» τοῦ ΠΣΕ καί τῶν μελῶν του, γιά τήν Χριστολογία καί Τριαδολογία στά κείμενα τοῦ ΠΣΕ, γιά τίς ξεχωριστές καί τίς κοινές Δηλώσεις, γιά τήν Συνέλευση τοῦ Νέου Δελχί, γιά τήν intercommunio καί τήν θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι σέ αὐτή, γιά τήν «Εἰδική Ἐπιτροπή γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό ΠΣΕ», γιά τήν «Μόνιμη Ἐπιτροπή γιά τό Consensus καί τήν Συνεργασία». Ἐπίσης, γιά τό πρόβλημα ἑνότητος τῶν Προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, γιά τήν μετατόπιση τῶν συζητήσεων καί δράσεών του ἀπό τό θεολογικό στό κοινωνιολογικό πεδίο καί γιά τήν θέση τῶν Ὀρθοδόξων σέ αὐτό.
Ἀκολούθησε ἐκτεταμένη συζήτηση γιά ὅλες τίς συζητήσεις.
4. Οἱ λατρευτικές ἐκδηλώσεις
Τό Σάββατο τό πρωί, πρίν τήν ἔναρξη τοῦ Συνεδρίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, τελέσθηκε θεία Λειτουργία ἀπό τόν Ἡγούμενο π. Ἐφραίμ.
Τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, μετά τό Συνέδριο τελέσθηκε πανηγυρικός Ἀρχιερατικός Ἑσπερινός μέ ἀρτοκλασία, κατά τόν ὁποῖον ὁμίλησε ὁ π. Ἐφραίμ, ἀναφερόμενος στήν παιδαγωγική καί ἀναγεννητική δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Τήν Κυριακή τελέσθηκε Ἀρχιερατικό Συλλείτουργο, μέ τήν συμμετοχή τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτιῶν Φωκίδος κ. Θεοκτίστου καί τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχη κ. Ἱεροθέου, τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου π. Ἐφραίμ καί τῶν Ἱερομονάχων καί Ἱερέων τῆς Μητροπόλεώς μας. Ἐκκλησιάσθηκαν οἱ Ἀρχές τῆς περιοχῆς, ὁ Βουλευτής κ. Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, οἱ Δήμαρχοι Ναυπακτίας καί Δωρίδος, ὁ Πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου Ναυπακτίας καί πλῆθος κόσμου, πού ἦλθε ἐπί πλέον νά εὐχηθῆ στόν Σεβασμιώτατο κ. Ἱερόθεο ἔν ὄψει καί τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, κατά τήν ὁποία θά ἀπουσιάζη στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐκ τοῦ Γραφείου Τύπου