Κοιμήθηκε τήν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Νικολάου σέ ἡλικία 86 ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος Κοτρώνης, ὁ πολύτεκνος οἰκογενειάρχης, ὁ ὁποῖος μέ τήν σύζυγό του κ. Παναγιώτα Κοτρώνη ἀπέκτησαν ἑπτά παιδιά, ὁ ἐργατικός καί εὐφυής μεροκαματιάρης πού ἐξελίχθηκε σέ ἱδρυτή τῆς Βιομηχανίας «Πλαστικά Κοτρώνης», στήν ὁποία σήμερα ἐργάζονται πάνω ἀπό 250 ἐργαζόμενοι, ὁ μαθητής τοῦ Ἱεροκήρυκος καί μετέπειτα Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ Ἱεροψάλτης τῶν Ἱερῶν Ναῶν Ἁγίας Παρασκευῆς καί Ἁγίου Γεωργίου Ναυπάκτου, ὁ «συνετός, ὁ ἐργατικός, ὁ ταπεινόφρων».

Ὁ Κωνσταντῖνος Κοτρώνης πέρα ἀπό τήν προσωπική του καλλιέργεια, ἐξελίχθηκε σέ ἕναν ἀποδοτικό βιομήχανο, χωρίς νά παραβῆ τίς ἀρχές του, τίς οἰκογενειακές, τίς ἠθικές, τίς κοινωνικές, τίς χριστιανικές. Γιά παράδειγμα, τό ἐργοστάσιό του δέν ἐργαζόταν Κυριακή πρωΐ, προκειμένου οἱ ἐργαζόμενοι σέ αὐτό νά μποροῦν νά ἐκκλησιασθοῦν.

Γι' αὐτό καί στήν συνείδηση τῶν συμπολιτῶν του, Ναυπακτίων καί Δωριέων, παραμένει ὡς ὁ δίκαιος καί εὐεργετικός ἐργοδότης καί ὄχι ὡς ὁ ἀπρόσωπος ἐπιχειρηματίας πού φρόντιζε μόνον γιά τό κέρδος.

Ἀπέδειξε μέ τήν ζωή του ὅτι ὅποιος θέλει «μπορεῖ νά πάη μπροστά μέ τόν σταυρό», δηλαδή μπορεῖ νά πετύχη κάποιος στήν ζωή καί οἰκονομικά καί κοινωνικά καί οἰκογενειακά χωρίς νά παραβῆ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, καί νά ἀποδειχθῆ ἕνας εὐεργετικός πολίτης στήν κοινωνία.

Ὁ Κωνσταντῖνος Κοτρώνης ὑπῆρξε ἕνας ἀθόρυβος εὐεργέτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, ἀλλά δίκαια μπορεῖ νά θεωρηθῆ καί ὡς εὐεργέτης γενικά τῆς τοπικῆς κοινωνίας.

Ἀγαποῦσε, σεβόταν καί συνδεόταν μέ τόν Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Ἱερόθεο, ὁ ὁποῖος καί τέλεσε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία του στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου, μέ τήν παρουσία μόνον τῶν στενῶν συγγενῶν του, ἐνῶ ἄν δέν ἴσχυαν τά μέτρα κατά τῆς πανδημίας, εἶναι σίγουρο ὅτι θά ἐπικρατοῦσε τό ἀδιαχώρητο ἐντός καί ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.

Κατωτέρω δημοσιεύουμε τόν ἐπικήδειο λόγο τοῦ Σεβασμιωτάτου στόν Κωνσταντῖνο Κοτρώνη.

Ἐπικήδειος στόν Κωνσταντῖνο Κοτρώνη

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Χθές τό πρωΐ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μόλις τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία, στήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου, πληροφορήθηκα ὅτι ἐκοιμήθη ὁ ἀδελφός μας Κωνσταντῖνος. Βεβαίως, γνώριζα ὅτι ἦταν σέ δύσκολη κατάσταση, εἶχε βαρύνει πάρα πολύ, ὅπως μέ εἶχε ἐνημερώσει ἡ σύζυγός του κ. Γιώτα, ἀλλά τότε πληροφορήθηκα ὅτι ἐκοιμήθη ὁ ἀδελφός μας Κωνσταντῖνος.

Ἡ πρώτη σκέψη πού ἦρθε μέσα μου ἦταν ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. Δέν ξέρω γιατί. Εἶναι γνωστή αὐτή ἡ παραβολή πού εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι ὑπῆρχε ἕνας πλούσιος, ὁ ὁποῖος ζοῦσε καλά καί ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγη ἀπό τόν κόσμο αὐτόν καί ἡ ψυχή του κατέβηκε στόν Ἅδη. Καί συγχρόνως ὑπῆρχε ἕνας πτωχός Λάζαρος πού ἦταν «ἡλκωμένος», ταλαιπωρημένος βασανισμένος. «Ἐγένετο δέ ἀποθανεῖν τόν πτωχόν καί ἀπενεχθῆναι αὐτόν ὑπό τῶν ἀγγέλων εἰς τόν κόλπον Ἀβραάμ».

Ἔτσι, μόλις ἦρθε αὐτή ἡ παραβολή στό μυαλό μου λέω: «Τώρα ἐδῶ τί γίνεται; Δηλαδή, ὁ ἀδελφός μας Κωνσταντῖνος σέ ποιά κατηγορία ἀνήκει; Στήν κατηγορία τοῦ πλουσίου ἀνθρώπου πού "ἀπέθανε καί ἐτάφη"; Ἤ στήν κατηγορία τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη καί ἡ ψυχή του ἀνέβηκε μέ τούς ἀγγέλους στόν οὐρανό;».

Σκέφτηκα ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἀνήκει σέ μία τρίτη κατηγορία, οὔτε στή μία οὔτε στήν ἄλλη. Ἦταν πραγματικά ἕνας εὔπορος ἄνθρωπος, ἀπό τήν ἐργασία του καί μόνο. Καί ἐνῶ ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς δέν σεβόταν, δέν ἀγαποῦσε, δέν ἔδειχνε φιλανθρωπία στούς ἀνθρώπους, ὁ ἀδελφός μας Κωνσταντῖνος ἔδειχνε μεγάλη φιλανθρωπία, ἦταν ἐλεήμων, φιλεύσπλαχνος. Καί ἐνῶ γιά τόν πλούσιο ἔγινε μία μεγαλοπρεπέστατη κηδεία, ὄχι γιά τόν πτωχό Λάζαρο, ἀλλά ὁ Λάζαρος ἀνέβηκε ἀπό τούς ἀγγέλους στούς οὐρανούς, οἱ ἄγγελοι παρέλαβαν τήν ψυχή του. Ὁπότε, ὁ ἀδελφός μας Κωνσταντῖνος εἶχε καί τά δύο, συνδύαζε τά καλά τοῦ πλουσίου καί, φυσικά, τά καλά τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καί ἔτσι ἡ ψυχή του ἀνέβηκε μαζί μέ τούς ἀγγέλους στόν οὐρανό.

Συγχρόνως ὁ ἀδελφός μας Κωνσταντῖνος ἦταν καί σάν τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ, μέ τήν πολύτεκνη οἰκογένεια πού εἶχε καί ὅλους τούς προστάτευε.

Φυσικά, ἀμέσως σκέφτηκα καί τό ἄλλο. Σήμερα ἑορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ἐκεῖνος πλούσιος καί ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη, σκορποῦσε καί ἔδινε σέ φτωχούς ἀνθρώπους πού εἶχαν προβλήματα καί δυσκολίες, σέ ἀπόρους ἀνθρώπους ἔστελνε χρήματα ὁ ἅγιος Νικόλαος καί πρίν γίνη Ἐπίσκοπος καί μετά, ἔδινε χρήματα σέ σπίτια πού δέν εἶχαν τά κορίτσια νά παντρευτοῦν ἔδινε γιά τήν προίκα τους κλπ, εἶχε μεγάλη ἀγάπη. Καί κατά κάποιον τρόπο καί ὁ ἀδερφός μας Κωνσταντῖνος ἔμοιαζε μέ τόν ἅγιο Νικόλαο στό θέμα αὐτό.

Ὅταν ὅμως τό σκέφτηκα καλύτερα εἶπα μέσα μου γιά νά δῶ τί ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀγαπητός σέ ὅλους μας, ποιές ἦταν οἱ ἀρετές του. Εἶχε πολλές ἀρετές, ἀλλά διέκρινα τρεῖς ἀπό αὐτές.

Ἡ πρώτη ἀρετή εἶναι ὅτι ἦταν ἕνας πολύ καλός, ἄξιος Χριστιανός μέ πολύ μεγάλη πίστη στόν Χριστό. Καί διότι ἀπό τούς γονεῖς του παρέλαβε αὐτήν τήν παράδοση καί ἀπό τήν Ἐκκλησία πού ζοῦσε ὡς ταπεινός νεωκόρος, στήν συνέχεια ὡς ἱεροψάλτης, ἀλλά καί τό ὅτι συνδέθηκε μέ τόν π. Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ὁ ὁποῖος τόν ἀγαποῦσε καί ἐκεῖνος τόν ἀγαποῦσε καί τόν σεβόταν. Καί πῆρε ὅλα τά καλά τοῦ πατρός Αὐγουστίνου, τήν πίστη του, τήν ὑπομονή του, τήν ἡσυχαστική του παράδοση, καί τόν διακονοῦσε ὡς ἕνας ὑπήκοος ὑποτακτικός, ὅταν ἦταν στήν Ἀθήνα τόν μετέφερε μέ τό μικρό αὐτοκίνητό του, καί αὐτό τό κράτησε σέ ὅλη του τήν ζωή. Θεωρῶ ὅτι ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶχε κληρονομήσει ἕνα πνεῦμα ἡσυχαστικό ἀπό τόν πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο, ἀλλά οἱ συνθῆκες βέβαια τόν ἔκαναν ὥστε νά εἶναι ἐπαναστατικός σέ ἐξωτερικά πράγματα. Αὐτήν τήν ἐσωτερική ζωή τήν παρέλαβε ὁ Κωνσταντῖνος ὡς ταπεινός ὑποτακτικός του μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο. Καί ὁ π. Αὐγουστῖνος τόν ἀγαποῦσε πάρα πολύ. Αὐτήν τήν ἁπλή πίστη τήν κράτησε σέ ὅλη τήν ζωή του καί θεωρῶ ὅτι αὐτή ἡ ζωή τοῦ πνευματικοῦ του, στιγμάτισε ὅλη του τήν μετέπειτα σταδιοδρομία.

Τό δεύτερο χάρισμα πού εἶχε, καί αὐτό εἶναι ἕνα χάρισμα μεγάλο, ἦταν ἡ ἐπιχειρηματική του εὐφυΐα, ἀφοῦ εἶχε μία φοβερή εὐφυΐα στό θέμα αὐτό. Στήν ἀρχή ἔκανε μία μικρή βιοτεχνία καί τήν ἀνέδειξε σέ ἐργοστάσιο, τήν ἔδωσε στά παιδιά του καί ἐκεῖνα τήν τιμοῦν καί σέβονται τήν μνήμη του, καί τήν παράδοση αὐτή θά τήν ἀναπτύξουν καί θά τήν καλλιεργήσουν ἀκόμη περισσότερο.

Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν ἔκανε ἰδιαίτερες σπουδές, ἀλλά ἦταν εὐφυής στήν ἐπιχειρηματικότητα, εὐφυέστατος καί ἔβλεπε τά πράγματα μπροστά, χωρίς νά τό δείχνη. Καί ἐνῶ ἀνέδειξε τήν μικρή βιοτεχνία σέ μεγάλη ἐπιχείρηση, πάλι ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶχε πίστη στόν Θεό καί συμπεριφερόταν σάν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος.

Ἔτσι, ἡ τρίτη μεγάλη ἀρετή του ἦταν ἡ ἀρετή τῆς ταπεινώσεώς του. Ἦταν πολύ ταπεινός. Καί ἐνῶ εἶχε μία τέτοια οἰκονομική, θά ἔλεγα, ἐπιφάνεια, καί γιά τούς ἀνθρώπους μία κοινωνική καταξίωση μεγάλη, ἐκεῖνος παρέμενε ταπεινός, πολύ ταπεινός, ἕνα ταπεινό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διακονῆ πρός ὅλες τίς πλευρές, ἀκόμη καί στό ψαλτήρι χωρίς νά παίρνη τίποτε, ἤ ἔπαιρνε τόν μισθό του καί τοῦ ἔλεγα «νά τά παίρνης καί μετά νά τά ξαναδίνης».

Ἔπαιρνε τόν μικρό μισθό του ὡς ψάλτης καί τόν ξαναέδινε στόν «Σύνδεσμο Ἀγάπης» τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Μέ ἀγαποῦσε καί τό καταλάβαινα. Δέν ἦταν ἐκφραστικός ἄνθρωπος, δέν ἐκφραζόταν πολύ, ἀλλά ἔπρεπε νά τόν πλησιάσης πολύ καί ἀπό μία κίνηση νά καταλάβης τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Καταλάβαινα ὅτι μέ ἀγαποῦσε καί μέ ρωτοῦσε γιά διάφορα θέματα τά ὁποῖα τόν ἀπασχολοῦσαν, καί οἰκογενειακά καί προσωπικά. Ὁπότε εἴχαμε αὐτήν τήν βαθειά σχέση. Δέν ἐξομολογοῦνταν σέ μένα, ἀλλά ἔλεγε μερικά πράγματα πού τόν ἀπασχολοῦσαν γιά νά τοῦ δώσω μία λύση. Ἦταν ἕνα ταπεινό μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Τόν τελευταῖο καιρό ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ ἀπό τήν ἀσθένειά του σάν τόν Ἰώβ, θά μποροῦσα νά πῶ, καί τήν ἀντιμετώπισε μέ πολλή ὑπομονή, μέ πολλή ταπείνωση, τοῦ βγῆκε ὅλο αὐτό τό ἐσωτερικό τό ὁποῖο εἶχε. Ὁπότε, ζοῦσε ὡς ἕνας μικρός Ἰώβ, ἀλλά εὐτυχῶς ἡ σύζυγός του δέν ἦταν σάν τήν σύζυγο τοῦ Ἰώβ, γι’ αὐτό καί τόν παρακολουθοῦσε καί τόν βοηθοῦσε καί τά παιδιά του ὅ,τι ἤθελε καί ὅ,τι ἔπρεπε νά γίνη τοῦ ἔκαναν τά πάντα. Καί ἔτσι ὁ ἀδερφός μας Κωνσταντῖνος φεύγει ἕτοιμος. Καί εἶναι πάρα πολύ σημαντικό νά φεύγη κανείς ἕτοιμος ἀπό τή ζωή αὐτή, ἕτοιμος σέ ὅλα.

Ἄκουσα κάποτε μία ὁμιλία πού ἔλεγε κάποιος ὑψηλόβαθμος Κληρικός, Ἐπίσκοπος, ὅτι «ἑτοιμάστηκα» καί ἐννοοῦσε ἑτοιμασίες γιά ἐξωτερικά πράγματα.

Ὁ ἀγαπητός μας Κωνσταντῖνος ἑτοιμάστηκε γιά τό ταξίδι αὐτό. Γιατί φυσικά ζῆ κανείς πάνω στήν γῆ μερικά χρόνια, ἀλλά εἶναι στιγμιαία ἡ ζωή, ἄν τήν ὑπολογίση κανείς μπροστά στήν αἰωνιότητα, τί εἶναι αὐτά τά χρόνια, τά 50, τά 80, τά 90, εἶναι μία στιγμή στήν αἰώνια ζωή.

Καί ἐκεῖνος ἑτοιμάστηκε, καί τόν ἑτοίμασε καί ἡ ἀσθένειά του γιά τό μεγάλο αὐτό ταξίδι. Τά ἔδωσε ὅλα στά παιδιά του. Καί τό ράσο πού εἶχε ὡς Ἱεροψάλτης τό ἔδωσε στήν κόρη του τήν Μοναχή. Καί αὐτό τό χάρισε.

Ὁπότε, ὅταν γίνεται μία ἐξόδιος ἀκολουθία, συνήθως λέμε νά τόν ἀναπαύση ὁ Θεός. Ἐγώ δέν εὔχομαι νά τόν ἀναπαύση ὁ Θεός, γιατί τόν ἔχει ἀναπαύσει καί εἶμαι σίγουρος ὅτι εἶναι ἀναπαυμένος ἐν σκηναῖς δικαίων γιά ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔπραξε καί τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύη στόν Θεό γιά μᾶς. Τόν ὑποδέχθηκαν ἐπάνω στόν οὐρανό οἱ ἅγιοί του, ὁ π. Αὐγουστῖνος τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε πάρα πολύ καί ἄλλοι πού τούς ἀγαποῦσε. Γιατί ἐμεῖς δέν ζοῦμε κλεισμένοι μέσα σέ αὐτόν τόν χῶρο καί τόν χρόνο τῆς βιολογικῆς αὐτῆς τῆς ζωῆς.

Πρίν μερικές μέρες ἐκοιμήθη ἕνας Ἱερέας ἀπό τήν Ἔδεσσα, ὁ πατήρ Νικόλαος τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ἅγιος Καλλίνικος. Ἐκοιμήθη μέ δυσκολίες καί αὐτός καί ἡ Πρεσβυτέρα του ἀπό τόν κορωνοϊό. Πρίν εἶχαν πεθάνει τρία παιδιά του καί ἔκανε ὑπομονή μεγάλη. Καί ἕνας μοναχός ὁ ὁποῖος ἔχει καί ἰδιαίτερο χάρισμα, εἶπε σέ κάποιον: «Μή στεναχωριέστε γιά τόν παπα-Νικόλα, τόν ὑποδέχτηκε ὁ ἅγιος Καλλίνικος καί μέ τήν πρεσβεία του τόν ἔβαλε σέ πολύ καλή θέση στόν Παράδεισο».

Αὐτό μπορῶ νά πῶ καί ἐγώ γιά τόν ἀδελφό μας Κωνσταντῖνο. Τόν ὑποδέχτηκαν αὐτοί πού ἐκεῖνος ἀγάπησε καί τόν χαρακτήριζαν σέ ὅλη του τή ζωή καί βρίσκεται ἐν σκηναῖς δικαίων.

Δέν εἶναι εὔκολο νά πεῖ κανείς γιά κάποιον ὅτι αὐτός σώθηκε, ἐδῶ ὅμως μποροῦμε νά τό ποῦμε ὅτι ὁ ἀδελφός μας Κωνσταντῖνος καί ἐσώθη καί ζῆ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.–