Η ορεινή Ναυπακτία τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε ένα σημαντικό τουριστικό προορισμό.

 

Τα περισσότερα χωριά που είχαν σχεδόν εγκαταλειφθεί μετά τον εμφύλιο πόλεμο, τώρα γεμίζουν, έστω περιοδικά (γιορτές, καλοκαίρι), με τους παλιούς τους κατοίκους αλλά κυρίως με τους απογόνους τους, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν γεννηθεί αλλού και δεν έχουν ζήσει ποτέ μόνιμα στην περιοχή. Η περιοχή όμως ελκύει και πολλούς επισκέπτες που δεν έχουν σχέση με την περιοχή, αλλά μένουν ενθουσιασμένοι από την πλούσια ορεινή βλάστηση, τα μονοπάτια, τα ποτάμια, τις πηγές, αλλά και την ποιότητα της διαμονής και διατροφής που τους προσφέρεται.

Η τουριστική ανάπτυξη έχει προχωρήσει ήπια, μέχρι στιγμής, χωρίς να επιβαρύνει το περιβάλλον. Η εξέλιξη αυτή της Ναυπακτίας έχει πλέον μεταβάλει οριστικά την τοπική οικονομία, από αγροτική-κτηνοτροφική σε οικονομία τουριστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών που σχετίζονται με τον τουρισμό, όπως κατασκευές και συντηρήσεις οικημάτων και δημοσίων χώρων, μεταφορές, κλπ. Ακόμα και οι λίγοι αγρότες και κτηνοτρόφοι που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην ορεινή Ναυπακτία αποτελούν ουσιαστικά μέρος της τουριστικής οικονομίας, δεδομένου ότι οι κύριοι αγοραστές των προϊόντων τους είναι επισκέπτες της περιοχής για διακοπές.



Η τουριστική πρόοδος της ορεινής Ναυπακτίας δεν είναι όμως απρόσκοπτη. Οι επισκέπτες της περιοχής έχουν επανειλημμένα παραπονεθεί για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος που προκαλείται από την ανεξέλεγκτη βόσκηση βοοειδών. Αντίθετα με τα αιγοπρόβατα, τα οποία βόσκουν ελεύθερα υπό την επίβλεψη κτηνοτρόφου, τα βοοειδή αφήνονται να βοσκήσουν ελεύθερα και ανεξέλεγκτα. Αναζητούν συχνά καταφύγιο μέσα στα χωριά, συνήθως όταν οι κάτοικοι λείπουν ή είναι λίγοι. Στα χωριά προκαλούν φθορές στη βλάστηση, σε τοίχους αντιστήριξης (πεζούλες), σε φράχτες και σε καλλιέργειες, ενώ τα περιττώματά τους αποτελούν εστία δυσοσμίας και συσσώρευσης εντόμων.

Πραγματικά, η εικόνα πολλών χωριών στις περιόδους εκτός τουριστικής αιχμής μόνο κολακευτική δεν είναι, λόγω της εκτεταμένης ρύπανσης των δημόσιων και ιδιωτικών χώρων. Αλλά το πρόβλημα επιτείνεται το καλοκαίρι, όταν αυξάνεται ο αριθμός των παραθεριστών και επισκεπτών. Τα τελευταία χρόνια, η πεζοπορία ενηλίκων και παιδιών μέσα και κυρίως γύρω από τα χωριά δυσχεραίνεται από τα σύννεφα των γνωστών νταβανιών (tabanus), εντόμων που εκκολάπτονται σε περιττώματα βοοειδών και λασπόνερα και παρασιτούν τα βοοειδή αλλά και τον άνθρωπο κατά τους θερμούς θερινούς μήνες, τρεφόμενα απομυζώντας αίμα. Έτσι, η ανεξέλεγκτη κτηνοτροφία βοοειδών τείνει να αναιρέσει τον κυριότερο πόλο αναψυχής στην ορεινή Ναυπακτία, τις επισκέψεις στο εξαιρετικό ορεινό της περιβάλλον.



Η επίλυση των προβλημάτων που προκαλεί η ανεξέλεγκτη κτηνοτροφία βοοειδών είναι δύσκολη και δεν έχει προχωρήσει. Οι κτηνοτρόφοι γνωρίζουν το πρόβλημα αλλά είναι αμφίβολη η διάθεσή τους να το αντιμετωπίσουν, διότι η παρούσα κατάσταση (η μετατροπή χωριών σε καταλύματα βοοειδών) τους εξυπηρετεί. Η τοπική αυτοδιοίκηση και η αγροφυλακή (για όσο ακόμα υπάρχει) είναι υποστελεχωμένες και δεν επαρκούν για την επιτήρηση της υπαίθρου. Πρόστιμα επιβάλλονται αλλά δεν υπάρχει αποτελεσματικός εισπρακτικός μηχανισμός που θα λειτουργούσε, μακροπρόθεσμα, αποτρεπτικά.

Το νομικό πλαίσιο που απαγορεύει την ανεξέλεγκτη (προσοχή: όχι ελεύθερη) βόσκηση δεν είναι επαρκές.  Συχνά, η απουσία εκτέλεσης αυτονόητων νομικών ενεργειών για την προστασία της δημόσιας υγείας και περιουσιακών στοιχείων έχει οδηγήσει σε εκδηλώσεις αυτοδικίας και κοινωνικές εντάσεις με τους λίγους κτηνοτρόφους. Το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης βόσκησης βοοειδών απαιτεί πλέον άμεση αντιμετώπιση. Πιστεύουμε ότι κανείς δεν επιθυμεί την κατάργηση της κτηνοτροφίας, που αποτελεί μία παραδοσιακή αγροτική δραστηριότητα στην περιοχή της ορεινής Ναυπακτίας. Η κτηνοτροφία όμως πρέπει να προσαρμοσθεί στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες και προδιαγραφές προστασίας της δημόσιας υγείας.


Δημήτριος Γεωργακόπουλος, Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ελατοβρυσιτών Ναυπακτίας